- ακύμαντος
- η , ο [ος , ον ]1) без волн; 2) прям. , перен. спокойный, безмятежный, тихий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακύμαντος — η, ο (Α ἀκύμαντος, ον) [κυμαίνω] (για θάλασσα, ποταμό κ.λπ.) αυτός που δεν ταράσσεται από κύματα, ήρεμος, γαλήνιος νεοελλ. 1. ήσυχος, ήρεμος 2. (για τιμές, προϊόντα κ.λπ.) αυτός που δεν υφίσταται διακυμάνσεις αρχ. αυτός που δεν τόν χτυπούν τα… … Dictionary of Greek
ἀκύμαντος — ἀκύ̱μαντος , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακύμαντος — η, ο αυτός που δεν ταράζεται από κύματα (κυριολ. και μτφ.), ο ήσυχος: Η ζωή του ως τότε κυλούσε ακύμαντη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκυμάντως — ἀκῡμάντως , ἀκύμαντος not washed by waves adverbial ἀκῡμάντως , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύμαντον — ἀκύ̱μαντον , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem acc sg ἀκύ̱μαντον , ἀκύμαντος not washed by waves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύμονα — ἀκύ̱μονα , ἀκύμαντος not washed by waves neut nom/voc/acc pl ἀκύ̱μονα , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem acc sg ἀκύ̱μονα , ἀκύμων neut nom/voc/acc pl ἀκύ̱μονα , ἀκύμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαλαρρείτης — ἀκαλαρρείτης, ο (Α) αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος «ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + ρείτης < ρεFε τας < ρέω πρβλ. και ἀκαλάρροος] … Dictionary of Greek
ακύματος — ἀκύματος, ον (Α) [κῡμα] ακύμαντος, ήρεμος, γαλήνιος … Dictionary of Greek
ακύμων — (I) ἀκύμων ( ονος), ον (Α) [κύμα] ακύμαντος, άκυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κῦμα «το θαλάσσιο κύμα». Σημειώνεται ότι τόσο το ἀκύμων (Ι) όσο και το ἀκύμων (ΙΙ) στην πραγματικότητα έχουν κοινή ετυμολογική αρχή, τη λ. κῦμα (< κύω),… … Dictionary of Greek
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek
ԱՆԾՈՒՓ — ( ) NBH 1 0167 Chronological Sequence: Early classical ա. ἁκύμαντος Անալէկոծ. անքոյթ ʼի ծփանաց. ... *Յանծուփ նաւահանգստի նստիցիմք. Ոսկ. մ. ՟Ա. 11 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)